μεγεθύνομαι

μεγεθύνομαι
μεγεθύνομαι, μεγεθύνθηκα, μεγεθυμένος βλ. πίν. 49

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγεθούμαι — μεγεθοῡμαι, όομαι (Α) [μέγεθος] γίνομαι μεγάλος, μεγαλώνω, μεγαλύνομαι, μεγεθύνομαι, αρχίζω να αποκτώ μέγεθος …   Dictionary of Greek

  • συμμεγεθύνομαι — Μ μεγεθύνομαι, αυξάνομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγεθύνω «μεγαλώνω, αυξάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”